Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Nicholas Winding Refn's DRIVE: Shut up and ...Drive

Κάποιες φορές δεν έχει τόση σημασία τι έχεις να πεις, αλλά ο τρόπος που επιλέγεις να το πεις. Και αυτό ισχύει και για τον κινηματογράφο. Ο Nicholes Winding Refn, μετά το πολυσυζητημένο Bronson, ανεβάζει τις μετοχές του, κλείνει τον πιο καυτό ανεξάρτητο, καρδιοκατακτητή ηθοποιό της εποχής και παρουσιάζει μαθήματα στυλ και αφήγησης, γεγονός που του απέφερε το βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών.

O ανώνυμος πρωταγωνιστής (Ryan Gosling) τα πρωινά δουλεύει ως κασκαντέρ σε ταινίες δράσης του Χόλιγουντ ενώ το βράδυ προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός εγκληματιών εξασφαλίζοντας την διαφυγή τους (και δεν αποχωρίζεται ποτέ την οδοντογλυφίδα του). Παράλληλα, γνωρίζεται με την συνεσταλμένη Irene (Carey Mulligan), την όμορφη γειτόνισσα με τον μικρό Benicio για γιο και τον άντρα της στη φυλακή. Όταν ο τελευταίος αποφυλακιστεί, οι ζωές τους θα αποκτήσουν κοινή κατεύθυνση καθώς όλοι θα μπλεχτούν σε μια υπόθεση ληστείας που πάει στραβά και ξεκινάει έναν θανάσιμο πόλεμο που μόνο καλή κατάληξη δεν μπορεί να έχει.

Ο Refn, κόντρα στις προσδοκίες, σκηνοθετεί μία ταινία δράσης με πρωτοφανή αίσθησης συγκράτησης, που όμως κραυγάζει ένταση από παντού. Είναι η ηρεμία πριν την καταιγίδα, αλλά όταν αυτή ξεσπάσει μετατρέπεται σε τυφώνα που τα παρασέρνει όλα. Διατηρώντας τον φακό του κοντά στους πρωταγωνιστές αλλά χωρίς να γίνεται συναισθηματικός μαζί τους, ο Refn τους παρακολουθεί να οδηγούνται στα άκρα, και να απελευθερώνουν το κτήνος μέσα τους σε έναν τελικό αγώνα ζωής και θανάτου. Ο τρόπος σκηνοθεσίας έχει ανάμνηση Tarantino, ιδιαίτερα στον τρόπο που η ακινησία ή ένα χαμόγελο μετατρέπεται στην απόλυτη πηγή αίσθησης κινδύνου.

Σύμμαχος στην προσπάθεια αυτή του Refn, είναι ο Ryan Gosling, ο οποίος μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ο πιο περιζήτητος ηθοποιός του (όχι και τόσο πλέον) ανεξάρτητου κινηματογράφου και όχι άδικα. Με διαπεραστική ματιά, ψυχρό προσωπείο και χειρουργική ακρίβεια κινήσεων, ο Gosling γίνεται ο φορέας του κινδύνου και ο καταλύτης της καταστροφής. Χωρίς πολλά λόγια κι εκφράσεις, αφήνει το σώμα και το βλέμμα να μιλήσουν και, πραγματικά, δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα. Η ταινία στηρίζεται τόσο πάνω του που όλοι οι υπόλοιπου γίνονται απλά κομπάρσοι, ακόμα και η συμπαθέστατη κατά τα άλλα Carey Mulligan, η οποία όμως δεν έχει το απαραίτητο screen time ή τις σκηνές για να ξεχωρίσει.

Αν και σεναριακά η ταινία δεν έχει κάτι καινούριο να πει, ο τρόπος που αυτή η ιστορία αποτυπώνεται στην οθόνη αναιρεί  τις πρώτες ενστάσεις με εξαίρεση το κάπως συμβατικό φινάλε που έρχεται σε μερική αντίθεση με το ασυμβίβαστο του υπόλοιπου έργου. Και πάλι όμως, η θετικότατη τελική εντύπωση που παραμένει οφείλεται στην σκηνοθετική μαεστρία που σε εγκλωβίζει στη θέση σου και δε σε αφήνει να  αναπνεύσεις παρά όταν πέσουν μόνο οι τίτλοι τέλους. Ναι, με εκείνη την ροζ χαρωπή γραμματοσειρά που παραπέμπει και εκείνη διακριτικά στα exploitation έργα των 70ς. Well done, Mr. Refn.


ΥΣ: Ειδική μνεία στο υπέροχο soundtrack. Από τα καλύτερα που ακούστηκαν τελευταία στην μεγάλη οθόνη.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...